- σερενάδα
- η, Νβλ. σερενάτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερενάδα — σερενάδα, η και σερενάτα, η (λ. ιταλ.), τραγούδι που τραγουδιέται τη νύχτα κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης κάποιου, καντάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερενάτα — (serenata). Σύνθεση για τραγούδι και όργανα με την οποία, από τα τέλη του 17ου αι., τιμούνταν διάφορα πρόσωπα με την ευκαιρία εορταστικών εκδηλώσεων. Με την έννοια αυτή η σ. πήρε πολλές φορές την ευρύτητα του ορατόριου και της καντάτας. Αργότερα… … Dictionary of Greek